- τρισσόφωτος
- -ον, Μαυτός που εκπέμπει τριπλό φώς, από τρεις πηγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φωτός (<φῶς, φωτός), πρβλ. πολύ-φωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek